ράντα

ράντα
(I)
η, Ν
1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα
2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» — ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος
β) «διηνεκής ράντα» — ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι άπειρος
γ) «ακέραια ράντα» — ράντα τής οποίας η περίοδος είναι ετήσια
δ) «μεταβλητή ράντα» — ράντα τής οποίας οι όροι μεταβάλλονται
ε) «προκαταβλητέα ράντα» — ράντα τής οποίας οι καταβολές γίνονται στην αρχή κάθε περιό* δου
στ) «ληξιπρόθεσμη ράντα» — ράντα τής οποίας οι καταβολές γίνονται στο τέλος τής περιόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rent, γαλλ. rente «εισόδημα από κεφάλαια ή κτήματα, πρόσοδος»].
————————
(II)
η, Ν
1. ναυτ. η κεραία τού σκάφους που τοποθετείται κάθετα στον ιστό τού επιδρόμου, λίγο πιο πάνω από την ιστοπέδη του, αλλ. μπούμα
2. αιώρα, κούνια.
————————
(III)
η, Ν
βλ. τιράντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥαντά — ῥαντός sprinkled neut nom/voc/acc pl ῥαντά̱ , ῥαντός sprinkled fem nom/voc/acc dual ῥαντά̱ , ῥαντός sprinkled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ράντα ι Ντελγκάντο — (Rada y Delgado, 1827 – 1901). Ισπανός αρχαιολόγος και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής της Διπλωματικής Σχολής και του Κεντρικού πανεπιστημίου, διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Μαδρίτης και διευθυντής του Μουσείου Καλλιτεχνικών… …   Dictionary of Greek

  • Ράντα, Βλαστιμίλ — (1895 – 1962). Τσέχος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών στην Πράγα (1912 20) όπου και δίδαξε. Φιλοτέχνησε πολυάριθμα τοπία ρεαλιστικής τεχνοτροπίας, που απεικονίζουν σκηνές από τη ζωή της πατρίδας του, στις οποίες επιδίωξε να προσδώσει… …   Dictionary of Greek

  • ῥαντάς — ῥαντά̱ς , ῥαντός sprinkled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • τιράντα — και ράντα, η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι τιράντες α) λωρίδες από ελαστικό, συνήθως, ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους και συγκρατούν το παντελόνι β) λωρίδες από ύφασμα που ενώνουν το μπροστινό με το πίσω μέρος γυναικείων, συνήθως, ενδυμάτων και …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • διάραντα — διά̱ραντα , διαίρω raise up aor part act neut nom/voc/acc pl διά̱ραντα , διαίρω raise up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”